- μελάνζωτος
- μελάνζωτος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῑται λευκόζωτος, ἡ δὲ μελάνζωτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ζωτος (< ζώννυμι «φορώ ζώνη»), πρβλ. λευκό-ζωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκόζωτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῖται λευκόζωτος, ἡ δὲ μελάνζωτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ζωτος (< ζώννυμι «φορώ ζώνη»), πρβλ. μελάν ζωτος] … Dictionary of Greek